«Στενάζουν» οι τουριστικές επιχειρήσεις από την έλλειψη ρευστότητας

Μια δύσκολη χρονιά αναμένεται να είναι το 2022 για τα ελληνικά ξενοδοχεία, με τον πρόεδρο της ΠΟΞ, κ. Γρηγόριο Τάσιο, να εκτιμά ότι θα χρειαστεί περίπου μια πενταετία μέχρι ο κλάδος να πάρει «ανάσα». Όπως επιβεβαιώνουν άλλωστε και τα πρόσφατα στοιχεία, τα ξενοδοχεία εποχικής λειτουργίας έχουν ένα πλεονέκτημα σε σχέση με αυτά που βρίσκονται στον ορεινό όγκο και τους αστικούς προορισμούς, που «χτυπήθηκαν» δραματικά από την πανδημία.

Για το λόγο αυτό κρίνεται απαραίτητο να υπάρξουν στοχευμένα μέτρα στήριξης για τις κατηγορίες ξενοδοχείων, που θα αργήσουν να ανακάμψουν και αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα ρευστότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η τελευταία έρευνα του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος αποκάλυψε απώλεια τζίρου το 2021 κατά μέσο όρο σε ποσοστό 35% έναντι του 2019, στα 5,48 δισ. ευρώ, από τα 8,4 δις. ευρώ του 2019. Στα ξενοδοχεία συνεχούς λειτουργίας το 2021 ο τζίρος μειώθηκε κατά 57% σε σχέση με το 2019, στα 966 εκατ. ευρώ από 2,25 δισ. ευρώ το 2019. Τα 5* ξενοδοχεία ήταν τα μόνα που είχαν μονοψήφιο ποσοστό μείωσης τζίρου, κατά 8,4% (2,8 δισ. ευρώ).

Όλα τα υπόλοιπα όμως είχαν πτώση τζίρου από 46% και πάνω. Σύμφωνα με τον κ. Τάσιο, «το Ελληνικό Ξενοδοχείο θα συνεχίσει να δέχεται πιέσεις ολόκληρο το 2022, όπως φάνηκε ξεκάθαρα από την τελευταία έρευνα του ΙΤΕΠ και του ΞΕΕ που αποτυπώνει την πραγματική κατάσταση στον κλάδο, με στοιχεία που δεν αμφισβητούνται. Τρία χρόνια πανδημίας και (πλέον) με έκρηξη του ενεργειακού κόστους, του πληθωρισμού και των ανατιμήσεων σε βασικά αγαθά, είναι βέβαιο ότι θα ξαναζήσουμε «μνημονιακά τουριστικά χρόνια», εάν δεν εισακουστούν οι προειδοποιήσεις μας και δεν ληφθούν εγκαίρως όχι οριζόντια, αλλά στοχευμένα μέτρα για τη διάσωση επιχειρήσεων, τα οποία έχουμε επανειλημμένα προτείνει». Ο πρόεδρος της ΠΟΞ υπογράμμισε επίσης: «Η πλειοψηφία των τουριστικών μας επιχειρήσεων στενάζει από την έλλειψη ρευστότητας, όπως έδειξε και το τεράστιο έλλειμα ταμειακών διαθέσιμων εξαιτίας μειωμένων προκαταβολών, οι οποίες παραμένουν παράλληλα εξαιρετικά ασταθείς».

Exit mobile version