Τον αντίκτυπο του κορωνοϊού στον ξενοδοχειακό κλάδο εξετάζει νέα έρευνα της Deloitte, τα συμπεράσματα της οποίας καταδεικνύουν ότι οι επιπτώσεις του COVID-19 θα διαρκέσουν περισσότερο από τις αρχικές εκτιμήσεις. Αναλυτικά, το 71% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι θα διαρκέσει και πέραν του 2021 και το 24% αναμένει ότι θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι το 2023. Επιπλέον, το 90% πιστεύει ότι η επιστροφή στα προ COVID-19 επίπεδα δεν θα επέλθει πριν το 2023, ενώ το 38% αναμένει ανάκαμψη από το 2024 και έπειτα. Το πλήγμα στα οικονομικά αποτελέσματα και τη λειτουργία των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων φαίνεται από την ανησυχία που εκφράζεται από τους φορείς του ελληνικού ξενοδοχειακού κλάδου σχετικά με τη σημαντική απώλεια ρευστότητας, εξαιτίας τόσο του ανείσπρακτου τζίρου του 2020 όσο και της συρρίκνωσης των προκαταβολών για το 2021. Σε αυτά προστίθεται και η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα για την εξέλιξη της πανδημίας. Σε επίπεδο βραχυπρόθεσμων προτεραιοτήτων, η διαχείριση της ρευστότητας παραμένει στην κορυφή και ακολουθούν οι συναλλαγές, η επέκταση των δραστηριοτήτων, ενώ πτωτική τάση σε σχέση με προηγούμενες έρευνες εμφανίζουν τα θέματα χρηματοδότησης, διαχείρισης δανειστών καθώς και η δυνατότητα εξ αποστάσεως εργασίας. Από την άλλη πλευρά, τα ευρήματα δείχνουν τη συγκριτικά καλύτερη θέση στην οποία έχει τη δυνατότητα να βρεθεί η Ελλάδα ως τουριστικός προορισμός έναντι ανταγωνιστικών χωρών. Η οικονομική δυσχέρεια και τα προβλήματα στον ξενοδοχειακό κλάδο πρόκειται να οδηγήσουν σε αναγκαστικές πωλήσεις ξενοδοχειακών μονάδων και επιχειρήσεων, σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Οι συμμετέχοντες στην έρευνα εκτιμούν ότι το φαινόμενο των αναγκαστικών πωλήσεων θα είναι πιο έντονο στην Ισπανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Πορτογαλία και στην Ιταλία, ενώ η Ελλάδα ακολουθεί σε ένα δεύτερο επίπεδο, μαζί με χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιρλανδία.